αυτόνομος

αυτόνομος
-η, -ο (AM αὐτόνομος, -ον)
αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος
νεοελλ.
1. αυτοτελής, αυτοδύναμος
2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» — καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική ανεξαρτησία στην εκλογή και χειροτονία των αρχιερέων της αλλά η χειροτονία του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση
2. αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -νομος < νέμω (πρβλ. εύνομος, ισόνομος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόνομος — η, ο ανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτονόμους — Αὐτόνομος living under one s own laws masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”